συρικτάς

συρικτής

Σύριος
συρικτής, οῦ () []
1 c. συριστής, Arstt. Probl. 18, 6, 1 ||
2 sifflant, Anth. 6, 73, 237 ||
E Dor. συρικτάς [] Thcr. Idyl. 7, 28 ; 8, 9 et 34 ; etc.