Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Συριανός
συριγγίας
συριγγίδιον
συριγγίας,
ου
[
ῡ
]
adj. m. :
κάλαμος,
Th.
H.P.
4, 11, 10 ;
Diosc.
1, 114,
roseau à tige fistuleuse.
Étym.
σῦριγξ
.