συριγγίδιον

συρίγγιον

συριγγίς
συρίγγιον, ου (τὸ) []
1 petit roseau, Plut. M. 456a ||
2 petite fistule, Hpc. 1201d ||
3 c. συριγγίδιον, Phil. byz.
Étym. dim. de σῦριγξ.