συριγγίς

συριγγοτόμος

συριγγόφωνος
συριγγο·τόμος, ος, ον [] qui sert à l’opération de la fistule, P. Eg. 6, 78 ; τὸ συριγγοτόμον, Gal. 10, 140 ; Orib. p. 23, 15 Mai, instrument pour l’opération de la fistule.