συριγγόω-ῶ

συριγγώδης

συρίγγωσις
συριγγώδης, ης, ες [] en forme de fistule, Orib. p. 196, 5 ; particul. creusé par la carie en forme de fistule, Hpc. 1153a, 1210c, 1222d.
Étym. σῦριγξ, -ωδης.