συσκηνήτρια

συσκηνία

συσκήνιον
συσκηνία, ας () vie sous la même tente, vie en commun, Xén. Hell. 5, 3, 20 ||
E Dor. συσκανία [κᾱ] Hippodam. (Stob. Fl. 43, 99).
Étym. σύσκηνος.