συσφιγκτήρ

συσφιγκτός

σύσφιγμα
συσφιγκτός, ή, όν ou σύσφιγκτος, ος, ον :
1 pass. étreint ou lié fortement, Aqu. Ex. 28, 4 ||
2 act. subst. τὸ σύσφιγκτον, Aqu. Ex. 28, 25, lien étroit.
Étym. συσφίγγω.