συσσείω

συσσεύω

συσσημαίνω
συσ·σεύω (seul. ao. συνέσευα) pousser ensemble ou en même temps, Hh. Merc. 94 dout. ||
Moy. (impf. épq. συνεσσευόμην) s’élancer ensemble, Orph. Arg. 980.