συσσίτησις

συσσιτία

συσσιτικός
συσσιτία, ας () [σῑ]
1 action de manger ensemble, Plat. Leg. 781a ; Dosiad. (Ath. 143b) ||
2 réunion de convives, Xén. Œc. 8, 12.
Étym. σύσσιτος.