συσσιτοποιέω-ῶ

σύσσιτος

συσσιωπάω-ῶ
σύσ·σιτος, ος, ον [] qui mange avec, Hdt. 5, 24 ; subst. ὁ σ. Thgn. 309 ; Ar. Vesp. 557, etc. ; Xén. Cyr. 8, 7, 14 ; Plat. Leg. 806e, Ep. 350c, etc. convive, commensal.
Étym. σύν, σῖτος.