συστάδην

συσταδόν

συσταθεύω
συσταδόν [] adv. en se tenant près l’un de l’autre, de près, Hdt. 4, 7 ; DC. 41, 60 ; ἡ συσταδὸν μάχη, Hdt. 6, 7, etc. ; αἱ συσταδὸν μάχαι, Thc. 7, 81 ; Hdn 4, 7, 2 ; 6, 7, 20 ; 7, 12, 12, combat ou combats de pied ferme ou corps à corps.
Étym. συνίστημι, -δον.