Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συσταλτέον
συσταλτικός
συσταμνίζω
συσταλτικός,
ή, όν,
qui resserre, qui contracte,
Eucl.
Intr. harm.
13, p. 222, l. 22 ;
A. Quint.
p. 30,
etc.
Étym.
συστέλλω
.