συσταθμάομαι-ῶμαι

συσταθμία

σύσταθμος
συσταθμία, ας () mélange à poids égaux ou à doses égales, Diosc. 1, 64 ; Ps.-Jambl. Theol. arithm. p. 59 ; A. Tr. 2, p. 96.
Étym. σύσταθμος.