Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συστηρίζω
συστιχάομαι-ῶμαι
συστοιχέω-ῶ
συ·στιχάομαι-ῶμαι
(
3 pl. impf. épq.
συνεστιχόωντο
) [
ῐ
]
c. le suiv.
Nonn.
D.
34, 255
.