σύστρεμμα

συστρεμματάρχης

συστρεμμάτιον
συστρεμματάρχης, ου () [μᾰ] commandant d’un corps de 1 024 hommes (v. le préc.) Arr. Tact. 16, 3.
Étym. σύστρεμμα, ἄρχω.