σηκίς

σηκίτης

Σηκοί
σηκίτης, dor. σακίτας, α () [ᾱῑᾱ] agneau nourri dans la bergerie, c. à d. jeune agneau, Thcr. Idyl. 1, 10 ; Epigr. 4, 18.
Étym. σηκός.