σημαντρίς

σήμαντρον

σημάντωρ
σήμαντρον, ου (τὸ) sceau, cachet, Hdt. 2, 121 ; Eur. I.A. 325 ; Xén. Lac. 6, 4 ; fig. Eur. I.T. 1372.
Étym. σημαίνω.