σημειωτέος

σημειωτικός

σημειωτός
σημειωτικός, ή, όν :
1 apte à noter, gén. Porph. Abst. 2, 49 ||
2 particul. qui concerne l’observation, gén. Theol. 51 ; Erot. 24 ; Diosc. Iob. p. 47 ; ἡ σημειωτική (s. e. τέχνη) Gal. la diagnostique ou observation des symptômes, t. de méd.
Étym. σημειόω.