σηπτήριος

σηπτικός

σηπτός
σηπτικός, ή, όν :
1 qui engendre la putréfaction, DS. Exc. 492, 49 ; subst. τὸ σ. (s. e. φάρμακον), Arstt. H.A. 8, 29, 3, agent septique ||
2 qui aide à la digestion, Ath. 276d.
Étym. σήπω.