σηραγγόω-ῶ

σηραγγώδης

σῆραγξ
σηραγγώδης, ης, ες :
1 semé de creux, Paus. 10, 12, 4 ; DC. 48, 51, etc. ; p. suite, creux, Hpc. p. 252, 39 ||
2 poreux, Hpc. 249, 43 ; 250, 24 ; 269, 25 ; V.C. 896, etc. ; subst. τὸ σηραγγῶδες, El. N.A. 9, 37 ; 12, 20, porosité.
Étym. σῆραγξ, -ωδης.