σῆραγξ

σηρικός

σηροκτόνος
σηρικός, ή, όν, de soie, Plut. M. 396b ; Luc. Salt. 63 ; DC. 59, 26, etc. ; τὸ σηρικόν, robe de soie, NT. Apoc. 18, 12 ; M. rubr. 49 ; au plur. Str. 693.
Étym. Σήρ.