Σηστός

σητάνειος

σητάνιος
σητάνειος, α, ον []
1 de l’année : πυροί, Hpc. 405, 30, etc. ; ἄλευρα, Hpc. 407, 8 ; Diosc. 2, 107, blé nouveau, farine nouvelle ; ἄρτος, Plut. M. 466d, pain de farine nouvelle ||
2 p. suite, commun, vulgaire : μεσπίλη, Th. H.P. 3, 12, 5, nèfle commune ||
E Fém. -ος, Plut. l. c.
Étym. *σῆτες, v. τῆτες.