Σήθ

σήθω

Σηϊανός
σήθω (f. σήσω, ao. ἔσησα, pf. σέσηκα ; pass. ao. ἐσήσθην ou ἐσήθην, pf. σέσησμαι ou σέσημαι) passer au crible, tamiser, Hpc. 614, 53 ; au pass. Hpc. 491, 1 ; 533, 44 ; Arét. Cur. m. acut. 1, 4 ; Diosc. 1, 83 ; 2, 208.