Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωκρατικῶς
σωκρατιστής
σωκρατόγομφος
σωκρατιστής,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰ
] qui imite
ou
contrefait Socrate,
Ar.
Nub.
arg. 3
conj.
Étym.
σωκρατίζω
.