Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωληνοειδής
σωληνοθήρας
σωληνόω-ῶ
σωληνο·θήρας,
ου
(
ὁ
) [
ᾱ
]
c.
σωληνιστής,
Ath.
90
e
.
Étym.
σωλήν, θηράω
.