σωμασκητής

σωμασκία

σωματεμπορέω-ῶ
σωμ·ασκία, ας () exercices du corps, Xén. Mem. 3, 9, 11 ; Plat. Phil. 30b, Leg. 646d, 674b.
Étym. σῶμα, ἀσκέω.