σωματίζω

σωματικός

σωματικῶς
σωματικός, ή, όν []
1 du corps, corporel, Arstt. Nic. 1, 12, 6, etc. ||
2 corporel, matériel, p. opp. à ἀσώματος, T. Locr. 96a ; Arstt. Metaph. 1, 5, 14, etc. ||
Cp. -ώτερος, Th. C.P. 1, 14, 3 ; sup. -ώτατος, Th. fr. 1, 37.
Étym. σῶμα.