Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωματοφθορέω
σωματοφορϐός
σωματοφρουρητήρ
σωματο·φορϐός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui nourrit le corps,
Man.
4, 232
.
Étym.
σῶμα, φέρϐω
.