σωματοποιέω-ῶ

σωματοποίησις

σωματοποιΐα
σωματοποίησις, εως () [] formation d’un corps ou de corps, Hermès (Stob. Ecl. 1, p. 730) ; Ptol. Tetr. 3, 105.
Étym. σωματοποιέω.