Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωματοποιΐα
σωματότης
σωματοτροφεῖον
σωματότης,
ητος
(
ἡ
) [
ᾰ
] nature corporelle,
Sext.
M.
3, 85
.
Étym.
σῶμα
.