Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωματουργία
σωματουργός
σωματοφθορέω
σωματουργός,
ός, όν
[
ᾰ
]
c.
σωματοποιός,
Procl.
Plat. Parm.
638
.
Étym.
σῶμα, ἔργον
.