σωφρονιστήριον

σωφρονιστής

σωφρονιστικός
σωφρονιστής, οῦ () conseiller, précepteur, moniteur, Thc. 3, 65 ; 6, 87 ; 8, 48 ; Plat. Rsp. 471a, etc. ; en parl. de choses, Lyc. (Ath. 420c) ; DH. 2, 24.
Étym. σωφρονίζω.