σωφρονέω-ῶ

σωφρόνημα

σωφρονητέον
σωφρόνημα, ατος (τὸ)
1 trait de modération, Xén. Ages. 5, 4 ; Stob. Ecl. 2, 194 ||
2 c. σωφρονιστής, Aristarq. (Stob. p. 602, 13).
Étym. σωφρονέω.