σωφρονιστύς

σωφρόνως

σωφροσύνη
σωφρόνως, adv. avec modération, prudence, sagesse, Hdt. 4, 77 ; Eschl. Sept. 645, Eum. 44, etc. ; joint à μετρίως, Plat. Rsp. 399b ; à δικαίως, Plat. 1 Alc. 134d, etc. ||
Cp. σωφρονέστερον, Thc. 1, 84, etc. ou σωφρονεστέρως, Eur. I.A. 379.
Sup. σωφρονέστατα, Plat. Leg. 728e ; Isocr. 142c.
Étym. σώφρων.