Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σωρίτης
σωριτικός
σωριτικῶς
σωριτικός,
ή, όν
[
ῑτ
]
c.
σωρειτικός,
Sext.
3, 80 ;
Gal.
7, 183
.