Σωσίπατρος

σωσίπολις

Σώσιππος
σωσί·πολις, εως (ὁ, ἡ) [] qui sauve ou protège la ville ou les États, Ar. Ach. 163 ; Str. 648.
Étym. σῴζω, πόλις ; cf. Σωσίπτολις.