Σωτήριχος

σωτηριώδης

σωτηρίως
σωτηριώδης, ης, ες, salutaire, dat. Jul. 2, 464 Ideler, Physici et medici græci minores ||
Cp. -έστερος, DC. 53, 19 ; sup. -έστατος, Gal. 14, 248, 11.
Étym. σωτήριος, -ωδης.