ταχυϐάτης

ταχυϐλαστής

ταχυϐλαστία
ταχυ·ϐλαστής, ής, ές [ᾰῠ] qui bourgeonne ou pousse vite, Th. C.P. 4, 1, 3.
Étym. τ. βλαστάνω.