Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ταχυδρομέω-ῶ
ταχυδρομία
ταχυδρόμος
ταχυδρομία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰ
] course rapide,
Arstt.
Probl.
5, 9, 1
.
Étym.
ταχυδρόμος
.