ταχύγηρος

ταχύγλωσσος

ταχυγονία
ταχύ·γλωσσος, ος, ον [] qui parle vite ou trop vite, Hpc. 1050d, etc. ||
Cp. -ότερος, Hpc.
Étym. τ. γλῶσσα.