ταχυγονία

ταχυγόνος

ταχύγουνος
ταχυ·γόνος, ος, ον [ᾰῠ] qui engendre ou produit promptement, au cp. -ώτερος, Th. C.P. 4, 3, 6.
Étym. τ. γίγνομαι.