ταχυπλοέω-οῶ

ταχύπνοια

ταχύπομπος
ταχύ·πνοια, ion. ταχυ·πνοίη, ης () [τᾰ] respiration courte, précipitée, Hpc. 278, 14.
Étym. τ. πνέω.