τάκωνες

ταλαεργός

Ταλαιμένης
ταλα·εργός, ός, όν [ᾰᾰ]
1 qui supporte le travail, endurci au travail, infatigable, Il. 23, 654, 662, 666 ; Od. 4, 636 ; 21, 23 ; Thcr. Idyl. 13, 19 ||
2 pénible, fatigant, Opp. H. 5, 20.
Étym. p. *ταλαϝεργός, de *τλάω, ἔργον.