ταλαντόω-ῶ

ταλάντωσις

ταλαός
ταλάντωσις, εως () [τᾰ]
1 balancement, fluctuation, Arstt. Meteor. 2, 1, 9 ||
2 poids, Ant. (Poll. 9, 53).
Étym. ταλαντόω.