ταλασιουργός

ταλασίφρων

ταλάσσω
ταλασί·φρων, ων, ον, gén. ονος [ᾰᾰ] à l’âme courageuse, Il. 4, 421 ; 11, 466 ; Od. 1, 87, 129 ; 3, 84, etc. ; Hés. Th. 1012 ; Thcr. Idyl. 24, 50.
Étym. *τλάω, φρήν.