ταμίευσις

ταμιευτικός

ταμιεύτωρ
ταμιευτικός, ή, όν []
1 ménager, économe : τὸ ταμιευτικόν, M. Ant. 1, 16, l’économie ||
2 de questeur ou de la questure, DH. 8, 77 ; Plut. T. Gracch. 6, Cato mi. 16, etc.
Étym. ταμιεύω.