Τανύσιος

τανυσίπτερος

τανυσιπτέρυγος
τανυσί·πτερος, ος, ον [ᾰῠ] c. τανύπτερος, Od. 5, 65 ; 22, 468 ; Hh. Merc. 213 ; Hés. O. 210 ; Ar. Av. 1411.