ταπεινότης

ταπεινοφρονέω-ῶ

ταπεινοφρόνησις
ταπεινοφρονέω-ῶ [] avoir des sentiments humbles ou bas, Arr. Epict. 1, 9, 10 ; Spt. Ps. 130, 2, etc.
Étym. ταπεινόφρων.