Ταφόσιρις

ταφρεία

τάφρευμα
ταφρεία, ας ()
1 action de creuser une fosse, Dém. 325, 20 ; Pol. 5, 2, 5, etc. ||
2 c. τάφρος, DC. 36, 37.
Étym. ταφρεύω.