ταφροποιέω-ῶ

τάφρος

Τάφρος
τάφρος, ου () fosse, fossé, Il. 7, 341, etc. ; Hdt. 4, 3 ; Soph. Aj. 1279, etc. ||
E ὁ τ., Alcidam. 184, 23.
Étym. θάπτω.